αγάστονος

αγάστονος
ἀγάστονος, -ον (Α)
1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης
2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα-* + στόνος < στένω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγάστονος — much groaning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονον — ἀγάστονος much groaning masc/fem acc sg ἀγάστονος much groaning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονε — ἀγάστονος much groaning masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονοι — ἀγάστονος much groaning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀγαστόνωι — ἀγαστόνῳ , ἀγάστονος much groaning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”